υιή

υιή
(I)
και αιολ. τ. ὑά, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κόρη, θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από υἱός].
————————
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην αιτ.) υἱήν
«τήν ἄμπελον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. υἱός, αν θεωρηθεί το αμπέλι ως παιδί τού δέντρου στο οποίο στηρίζεται. Ο τ., εξάλλου, θα μπορούσε να συνδεθεί με το μυκην. wejewe = *υἱῆFες, πιθ. «αμπέλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υιόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υιή* (II)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”